Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μεθ' ἡμέραν

См. также в других словарях:

  • μετά — (ΑM μετά, Α και μέτα, ποιητ. τ. μεταί) (πρόθεση) 1. όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) συνοδεία, ομού, μαζί με (α. «μετά τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ ἐμοῡ, κατ ἐμοῡ ἐστιν», ΚΔ) β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει κάτι (α. «μίλησε… …   Dictionary of Greek

  • μεθαύριο — (ΑM μεθαύριον, Α και μεταύριον) επίρρ. κατά την επόμενη από την αυριανή ημέρα, κατά τη μεθεπόμενη ημέρα («μεθαύριο θα διεξαχθεί ο αγώνας») νεοελλ. 1. (ειρωνικά) ουδέποτε, ποτέ («βάστα την όρεξή σου για μεθαύριο») 2. ως ουσ. η μεθαύριον η… …   Dictionary of Greek

  • DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SIPYLUM — et SIPYLUS, SIPYLOS Stephano, oppidum Lydiae in Magnesia, absorptum, teste Pliniô, l. 2. 6. 91. et l. 5. c. 29. Item Sipylus, mons ad Maeandrum fluvium prius Ceraunius, dictus, teste Plutarch. l. de Fluminibus et Montibus. Ovid. Met. l. 6. v. 149 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επίζευξις — ἐπίζευξις, ή (Α) [επιζευγνύω] 1. δέσιμο, σύνδεση 2. επανάληψη λέξης για έμφαση («Θῆβαι δέ, Θῆβαι, πόλις ἀστυγείτων, μεθ’ ἡμέραν ἐκ μέσης τῆς Ἑλλάδος ἀνηρπάσθη») …   Dictionary of Greek

  • εφημερεύω — (ΑΜ ἐφημερεύω, Μ και ἐφημερεύγω και φημερεύγω) [εφήμερος] επιβλέπω, εποπτεύω καθ όλη την ημέρα, διημερεύω, είμαι σε υπηρεσία όλη την ημέρα (α. «ἐπιτιθέμενοι... τοῑς ἐφημερεύουσι μεθ ἡμέραν προφανῶς», Πολ. β. «εφημερεύον νοσοκομείο») νεοελλ. μσν.… …   Dictionary of Greek

  • καθεύδω — καθεύδω, ιων. τ. κατεύδω (Α) 1. πλαγιάζω να κοιμηθώ, κοιμάμαι («οὔτε νυκτὸς δύναται καθεύδειν, οὔτε μεθ ἡμέραν», Πλάτ.) 2. μένω άπρακτος 3. (για ζεύγος ετεροφύλων) κοιμάμαι στο ίδιο κρεβάτι («ἵνα τώ γε καθεύδετον ἐν φιλότητι», Ομ. Οδ.) 4. περνώ… …   Dictionary of Greek

  • καθοκνώ — καθοκνῶ, έω (Μ) διστάζω, έχω ενδοιασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀκνῶ, με αναλογική δάσυνση (πρβλ. μεθαύριον αντί *μεταύριον, από αναλογία προς το μεθ ἡμέραν)] …   Dictionary of Greek

  • κιγκλίδα — ἡ (ΑΜ κιγκλίς, ίδος) 1. καθεμιά από τις σιδερένιες ή ξύλινες ράβδους ενός φράγματος, ενός κιγκλιδώματος 2. συν. στον πληθ. κιγκλίδες ξύλινο ή σιδερένιο κιγκλίδωμα, κάγκελα (α. «τα γραφεία χωρίζονται με κιγκλίδες» β. «τὸν νεκρὸν εἰς μέσον… …   Dictionary of Greek

  • λακωνίζω — (Α λακωνίζω) [Λάκων] εκφράζομαι με συντομία και ακρίβεια («τὸ λακωνίζειν ἐστι φιλοσοφεῑν») αρχ. 1. μιμούμαι τους Λάκωνες ως προς τον τρόπο ζωής τους, ζω με στερήσεις και κακουχίες («οἳ μεθ ἡμέραν μὲν ἐσκυθρωπάκασι καὶ λακωνίζειν φασί», Δημοσθ.) 2 …   Dictionary of Greek

  • τελώ — τελῶ, έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. τελείω Α 1. εκτελώ, επιτελώ, ενεργώ, διενεργώ (α. «θα τελέσουν τους γάμους του στον ιερό ναό τού Αγίου Δημητρίου» β. «τὰ δ ἱερὰ νύκτωρ ἤ μεθ ἡμέραν τελεῑς;», Ευρ.) 2. (στον παθ. παρακμ. ως τριτοπρόσ.) τετέλεσται!… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»